Γεννήθηκε στο χωριό Αμπελάκια της Λάρισας το 1776 επί τουρκοκρατίας. Έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά σε ιερείς της περιοχής του και σε ηλικία 22 ετών αποφάσισε να γίνει και ο ίδιος ιερέας. Με τον ευγενή και ενθουσιώδη χαρακτήρα του ξεκίνησε αμέσως το εκκλησιαστικό του έργο, που από την αρχή ως το τέλος συνδύασε με προσφορά υπηρεσίας στο υπόδουλο έθνος.
Σταδιακά κέρδισε τον σεβασμό των συμπατριωτών του και η φήμη του άρχισε να απλώνεται στις γύρω περιοχές. Η φήμη αυτή και η δράση του άρχισαν να θορυβούν τους Οθωμανούς, οι οποίοι με τεχνάσματα κατάφεραν την σύλληψή του. Τον μετέφεραν στα Ιωάννινα, όπου επρόκειτο να εκτελεστεί, αλλά τελικά γλίτωσε την θανατική ποινή και κατέφυγε στην Άρτα. Εκεί γνώρισε μια άλλη μεγάλη μορφή του κλήρου και του αγώνος, τον μητροπολίτη Άρτας και Ναυπάκτου Πορφύριο. Ο Πορφύριος βλέποντας τα χαρίσματα και την αφοσίωση του, τον τοποθετεί Πρωτοσύγκελο. Από κοινού συνεχίζουν το έργο τους που περιλαμβάνει εκτός από τα ιερατικά τους καθήκοντα, φιλανθρωπίες, προστασία χήρων και ορφανών, συντήρηση μοναστηριών και εκκλησιών, αλλά και επαφές με οπλαρχηγούς και φιλέλληνες του εξωτερικού και ενεργό ρόλο στην οργάνωση του αγώνα. Το 1818 ο Ιωσήφ μυείται στην Φιλική Εταιρεία. Το 1820 χειροτονείται Επίσκοπος Ρωγών και Κοζύλης στην Πρέβεζα. Στις συλλήψεις ιερέων που έγιναν κατά τον τουρκικό εμφύλιο στην περιοχή συλλαμβάνεται και πάλι από τον Χουρσίτ πασά, επειδή συντάσσεται με τους έλληνες που στηρίζουν τον Αλή για να διώξουν τα σουλτανικά στρατεύματα. Οι οθωμανοί ζητούν λύτρα για την απελευθέρωσή του, τα οποία οι χριστιανοί μαζεύουν από το υστέρημά τους και τελικά τον ελευθερώνουν.
Απτόητος συνεχίζει το έργο του- εκκλησιαστικό και εθνικοαπελευθερωτικό. Συνεργάζεται στενά με μεγάλους αγωνιστές της επανάστασης και συχνά παίρνει μέρος σε μάχες ή μεσολαβεί για την επίλυση διαφορών μεταξύ τους. Καθώς το επαναστατικό πνεύμα «βράζει» στην περιοχή, το 1822 αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Μεσολόγγι, όπου βρίσκεται και ο Μητροπολίτης Πορφύριος. Κηρύττει παντού το Ευαγγέλιο και παρακινεί τους άντρες να συμμετέχουν στον αγώνα του Γένους.
Όταν στην περιοχή καταφτάνει ο Κιουταχής με 30.000 τούρκους στρατιώτες, ο Επίσκοπος Ιωσήφ είναι εκεί. Το ίδιο και όταν ο Ιμπραήμ πασάς έρχεται να ενισχύσει τις τουρκικές δυνάμεις με 15.000 Αιγύπτιους. Η απόφαση των απελπισμένων οθωμανών είναι να αποκλείσουν το Μεσολόγγι. Και η απόφαση των πολιορκημένων να αντισταθούν μέχρι τέλους.
Ο Επίσκοπος Ιωσήφ κατά την διάρκεια της πολιορκίας αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο. Χωρίς διακοπή εκτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα και συχνά με άλλους ιερείς μεταδίδει την Θεία Κοινωνία. Εμψυχώνει αγωνιστές και αμάχους, περιθάλπει τραυματίες, μάχεται στα τείχη και συμμετέχει στην αποκατάσταση ζημιών με χειρονακτική εργασία δίπλα στους μεσολογγίτες.
Όταν η κατάσταση γίνεται δραματική, με μεγάλη καρτερία υπομένει κι ο ίδιος τα δεινά. Γυρίζει ρακένδυτος σε όλη την πόλη και εμψυχώνει τον κόσμο. Ο λιμός χτυπάει το Μεσολόγγι. Οι οθωμανοί έχουν αποκλείσει στεριά και θάλασσα και τίποτα πια δεν φτάνει μέσα από τα τείχη. Αγωνιστές και άμαχοι βιώνουν την φρίκη. Τρέφονται με σκύλους, γάτες και ποντίκια, όταν μπορούν να τα πιάσουν. Έχουν σφαγιαστεί όλα τα άλογα, εκτός από αυτό του στρατηγού Γεωργάκη Κίτζιου. Όταν και αυτά τελειώνουν, τρέφονται με χόρτα. Το νερό έχει τελειώσει. Άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους από δίψα, πείνα και αρρώστιες.
Οι αρχές της πόλης και ο Επίσκοπος συσκέπτονται για να αποφασίσουν πώς θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Μόνη λύση βλέπουν την Έξοδο. Σκέφτονται και οι περισσότεροι συμφωνούν πως πρέπει να φονεύσουν πρώτα τα γυναικόπαιδα και τους γηραιούς, ώστε να μην πέσουν αιχμάλωτοι του εχθρού και να μην προδώσουν τις κινήσεις τους με φωνές και κλάματα. Ο ένας θα αναλάβει να φονεύσει την οικογένεια του άλλου. Με καθαρό μυαλό ο Επίσκοπος αντιτίθεται. «Κάθε άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού και ο Θεός θα αποφασίσει για την μοίρα του. Αν πράξετε αυτό, θυσιάστε εμένα πρώτο. Και το αίμα των αθώων, ας πέσει κατάρα στα κεφάλια σας», τους ανακοινώνει κλαίγοντας και τελικά καταφέρνει να εμποδίσει την αιματοχυσία.
Ο Ρωγών Ιωσήφ σχεδιάζει τις λεπτομέρειες και τις υπαγορεύει στον Νικόλαο Κασομούλη, αγωνιστή από την Φλώρινα που θα συντόνιζε και τις ενέργειες της εξόδου (επιζών που άφησε στην συνέχεια χειρόγραφες σημειώσεις για πολλά από τα γεγονότα της επανάστασης). Η Έξοδος αποφασίζεται να γίνει τα μεσάνυχτα, Σάββατο του Λαζάρου 10 Απριλίου με Κυριακή των Βαΐων 11 Απριλίου 1826. Τα γεγονότα της εξόδου είναι γνωστά. Ο Ιμπραήμ πληροφορείται το σχέδιο και περιμένει έτοιμος έξω από τα τείχη. Κάποιοι λίγοι καταφέρνουν να διαφύγουν. Πολλοί βλέποντας το μένος του εχθρού γυρίζουν μέσα στην πόλη. Μαζί τους μένει και ο Επίσκοπος Ιωσήφ. Οπισθοχωρώντας, όσοι απέμειναν, κλείνονται τελικά στον προμαχώνα του Ανεμόμυλου, όπου για δύο ημέρες αντιστέκονται. Όταν η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο, σκελετωμένοι από τις κακουχίες και άυπνοι, συγκεντρώνουν μπαρούτι και αποφασίζουν να ανατιναχτούν, αντί να πέσουν στα χέρια των τούρκων. Ο Επίσκοπος Ιωσήφ βάζει την φωτιά. Τα τελευταία λόγια του είναι «Ο δε Κύριος, αποθανόντας ημάς υπέρ του αυτού νόμου, εις αιώνιον αναβίωσιν ζωής ημάς αναστήση».
Μεγάλη βροντή και πυκνός καπνός βγαίνουν από τον Ανεμόμυλο. Όταν φτάνουν οι τούρκοι, βρίσκουν τον Επίσκοπο μισοπεθαμένο. Τον μεταφέρουν μπροστά στον Ιμπραήμ, ο οποίος γνωρίζοντας ποιος είναι, διατάζει να στηθεί αγχόνη και να τον κρεμάσουν.
Εκείνη την Κυριακή των Βαΐων περίπου 6.500 Έλληνες πολεμιστές, ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά σκοτώθηκαν, κάηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
Με αφορμή τον εορτασμό των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, ας κρατήσουμε στην μνήμη μας όχι μόνο τα γεγονότα και τους αριθμούς, αλλά και τις αξίες, τα ιδανικά, τα κίνητρα και το τίμημα που συνειδητά πλήρωσαν οι Έλληνες στον γενναίο αγώνα τους για την ελευθερία.